Σάββατο 14 Μαρτίου 2015

Σήκω, Ευαγόρα, να μας πεις ελληνική ιστορία!

Ένα από τα πιο ένθερμα ποιήματα που γράφτηκαν στη μνήμη του Ευαγόρα Παλλικαρίδη, ήταν του Ροδίτη ποιητή, Φώτη Βαρέλη. Ένας συγκινητικός επίλογος για τον ήρωα μαθητή.

Εψές πουρνό μεσάνυχτα στης φυλακής τη μάντρα

μες στης κρεμάλας τη θελιά σπαρτάραγε ο Βαγόρας.

Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τ' άκουσε κανένας.

Η μάνα του ήταν μακριά, ο κύρης του δεμένος,

οι νιοι συμμαθητάδες του μαύρο όνειρο δενείδαν,

η νια που τον ορμήνευε δεν άκ'σε νυχτοπούλι.


 Εψές πουρνό μεσάνυχτα θάψαν τον Ευαγόρα.

Σήμερα Σάββατο ταχιά όλη η ζωή σαν πρώτα.

Ετούτος πάει στο μαγαζί, εκείνος πάει στονκάμπο,

ψηλώνει ο χτίστης εκκλησιά, πανί απλώνει οναύτης,

και στο σκολειόν ο μαθητής συλλογισμένος πάει.


Χτυπά κουδούνι, μπαίνουνε στην τάξη του ο καθένας.

Μπαίνει κι η πρώτη η άταχτη κι η τρίτη πουδιαβάζει,μπαίνει κι η πέμπτη αμίλητη, η τάξη τουΕυαγόρα.

- παρόντες όλοι;

- Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει.

- Παρόντες, λέει ο δάσκαλος · και με φωνή που τρέμει:

- Σήκω, Ευαγόρα, να μας πεις ελληνική ιστορία.

Ο δίπλα, ο πίσω, ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι,αναρωτιούνται στην αρχή,

ώσπου η σιωπή τους κάμνεινα πέσουν μ' αναφιλητά ετούτοι κι όλη η τάξη.

- Παλληκαρίδη, άριστα, Βαγόρα, πάντα πρώτος,

στους πρώτους πρώτος,

άγγελε πατρίδας δοξασμένης,

συ, που μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι

και του σχολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία.


Τα 'πε κι απλώθηκε σιωπή πα 'στα κλαμένα νιάτα,

που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία,

έξω απ' εκείνο τ' αδειανό, παντοτινά γεμάτο.